Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπελαδόν — ἐμπελαδόν (Α) επίρρ. πολύ κοντά … Dictionary of Greek
εμπελάδην — ἐμπελάδην (Α) επίρρ. εμπελαδόν … Dictionary of Greek